- ἐρίσπορος
- ἐρί-σπορος, ον,A well-sown,
αἶα Opp.C.2.119
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αἶα Opp.C.2.119
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ερίσπορος — ἐρίσπορος, ον (Α) ο σπαρμένος καλά («ἐρίσπορος αἶα», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατικό μόριο ερι * + σπόρος] … Dictionary of Greek
ἐρίσπορον — ἐρίσπορος well sown masc/fem acc sg ἐρίσπορος well sown neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερι- — (I) ἐρι (Α) αχώριστο μόριο (όπως το αρι ) που επιτείνει την έννοια τών λέξεων στις οποίες προστίθεται ως α’ συνθετικό (π.χ. α. εριαυγής πάρα πολύ λαμπρός, φωτεινότατος β. ερίτιμος πολύτιμος, εντιμότατος γ. εριβρεμέτης* αυτός που βροντάει ισχυρά,… … Dictionary of Greek